ἐξηρτημένος

ἐξηρτημένος
ἐξαρτάω
hang upon
perf part mp masc nom sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξαρτύω — (Α ἐξαρτύω) [αρτύω] ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.) αρχ. μέσ. 1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.) 2. προετοιμάζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”